κλασικιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλασικιστής < (λόγιο δάνειο) αγγλική classicist[1] < classic + -ist < γαλλική classique < γαλλική classicus < classis
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλασικιστής αρσενικό (θηλυκό κλασικίστρια)
- (τέχνη) οπαδός του κλασικισμού
- (φιλολογία) αυτός που μελετά τους κλασικούς ή είναι οπαδός των κλασικών σπουδών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις κλασικισμός και κλασικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλασικιστής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κλασικιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)