κλασματοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλασματοποίηση | οι | κλασματοποιήσεις |
γενική | της | κλασματοποίησης* | των | κλασματοποιήσεων |
αιτιατική | την | κλασματοποίηση | τις | κλασματοποιήσεις |
κλητική | κλασματοποίηση | κλασματοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλασματοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλασματοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία κατά την οποία, μέσω απόσταξης, διαχωρίζονται τα συστατικά ενός υγρού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κλασματοποιώ
- → δείτε τις λέξεις κλάσμα και ποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλασματοποίηση