κλαυσίγελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλαυσίγελος < αρχαία ελληνική κλαυσίγελως < κλαῦσις + γέλως
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλαυσίγελος αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλαυσίγελος
smilecrying |