κλαψουρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλαψουρίζω < μεσαιωνική ελληνική κλαψουρίζω < κλαψούρα + -ίζω < κλάψα < αρχαία ελληνική κλαίω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kla.psuˈɾi.zo/

κλαψουρίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]