κλείομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]
κλείομαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου και παθητικού ενεστώτα του ρήματος κλείω
    κλείνομαι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]