κλειδούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλειδούχος < αρχαία ελληνική κλειδοῦχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλειδούχος αρσενικό ή θηλυκό
- κάτοχος των κλειδιών ενός κτιρίου
- (επάγγελμα) υπάλληλος των σιδηροδρόμων που χειρίζεται τα ειδικά κλειδιά των σιδηροδρομικών διακλαδώσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάτοχος των κλειδιών ενός κτηρίου