κλειώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλειώ < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kliˈo/ (ως δισύλλαβο, χωρίς συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐ώ
Ρήμα
[επεξεργασία]κλειώ
- (ιδιωματικό,[1] λογοτεχνικό) μορφή του κλείνω
- (για την καθαρεύουσα → δείτε τη λέξη κλειῶ, τύπος του αρχαίου κλείω)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- αργοκλειώ
- αστραποκλειώ
- μισοκλειώ
- χαμοκλειώ
- λήγουν σε -κλειώ - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλειώ
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
[επεξεργασία]- Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό