κλεφταρματολός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλεφταρματολός αρσενικό
- (ιστορία) κλέφτης που παλαιότερα ήταν αρματολός (ή το αντίθετο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλεφταρματολός
|