κληροδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κληροδότης < ελληνιστική κοινή κληροδότης < αρχαία ελληνική κλῆρος + δίδωμι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]PAGENAME αρσενικό (θηλυκό κληροδότρια)
- κάποιος που κληροδοτεί