κληρονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κληρονομίᾱ | αἱ | κληρονομίαι |
γενική | τῆς | κληρονομίᾱς | τῶν | κληρονομιῶν |
δοτική | τῇ | κληρονομίᾳ | ταῖς | κληρονομίαις |
αιτιατική | τὴν | κληρονομίᾱν | τὰς | κληρονομίᾱς |
κλητική ὦ! | κληρονομίᾱ | κληρονομίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κληρονομίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κληρονομίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]κληρονομία < κληρονόμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κληρονομία θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κληρονομίαν λαμβάνειν τινός: αποκτώ την κυριότητά του
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)