κλιμάκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλιμάκιον < υποκοριστικό του ουσιαστικού κλῖμαξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλιμάκιον ουδέτερο

  1. μικρή σκάλα
  2. σκαλί