κλοτσώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλοτσώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλοτσῶ → και δείτε τη λέξη κλοτσάω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kloˈt͡so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλο‐τσώ
- τονικό παρώνυμο: κλότσο
Ρήμα
[επεξεργασία]κλοτσώ
- άλλη μορφή του κλοτσάω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλοτσώ
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)