κλούβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλούβα | οι | κλούβες |
γενική | της | κλούβας | — | |
αιτιατική | την | κλούβα | τις | κλούβες |
κλητική | κλούβα | κλούβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλούβα < κλουβί + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλούβα θηλυκό
- μεγεθυντικό για το: κλουβί
- (ειδικότερα) αστυνομικό όχημα για μεταφορά κρατουμένων