κλωστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κλωστήριο < ελληνιστική κοινή κλωστήριον < αρχαία ελληνική κλώθω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κλωστήριο ουδέτερο
- Ανήκει στον ευρύτερο κλάδο της μεταποιητικής βιομηχανίας.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κλώθω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κλωστήριο
|