κλωστρίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλωστρίδιο τα κλωστρίδια
      γενική του κλωστρίδιου των κλωστρίδιων
    αιτιατική το κλωστρίδιο τα κλωστρίδια
     κλητική κλωστρίδιο κλωστρίδια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλωστρίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική clostridium < αρχαία ελληνική κλωστήρ (< αρχαία ελληνική κλώθω) + νεολατινική -idium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κλωστρίδιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Clostridium στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]