κλώσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κλώσσω < αρχαία ελληνική κλώζω < (ηχομιμητική λέξη)

κλώσσω