κνηκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κνηκός κνηκή τὸ κνηκόν
      γενική τοῦ κνηκοῦ τῆς κνηκῆς τοῦ κνηκοῦ
      δοτική τῷ κνηκ τῇ κνηκ τῷ κνηκ
    αιτιατική τὸν κνηκόν τὴν κνηκήν τὸ κνηκόν
     κλητική ! κνηκέ κνηκή κνηκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κνηκοί αἱ κνηκαί τὰ κνηκᾰ́
      γενική τῶν κνηκῶν τῶν κνηκῶν τῶν κνηκῶν
      δοτική τοῖς κνηκοῖς ταῖς κνηκαῖς τοῖς κνηκοῖς
    αιτιατική τοὺς κνηκούς τὰς κνηκᾱ́ς τὰ κνηκᾰ́
     κλητική ! κνηκοί κνηκαί κνηκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κνηκώ τὼ κνηκᾱ́ τὼ κνηκώ
      γεν-δοτ τοῖν κνηκοῖν τοῖν κνηκαῖν τοῖν κνηκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κνηκός (ελληνιστική κοινή) < κνῆκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

κνηκός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]