κνώδακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κνώδακας | οι | κνώδακες |
γενική | του | κνώδακα | των | κνωδάκων |
αιτιατική | τον | κνώδακα | τους | κνώδακες |
κλητική | κνώδακα | κνώδακες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κνώδακας < αρχαία ελληνική κνώδαξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κνώδακας αρσενικό
- το έκκεντρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κνώδακας
|