κογχύλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κογχύλιον < αρχαία ελληνική κογχύλιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κογχύλιον ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του κοχύλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κογχύλιον
|