κοιλιοκήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοιλιοκήλη οι κοιλιοκήλες
      γενική της κοιλιοκήλης
    αιτιατική την κοιλιοκήλη τις κοιλιοκήλες
     κλητική κοιλιοκήλη κοιλιοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοιλιοκήλη < κοιλιά + -ο- + κήλη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hernie abdominale[1])

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοιλιοκήλη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]