κοινοβουλευτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοινοβουλευτισμός < κοινοβουλευτικός + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική parlementarisme)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινοβουλευτισμός αρσενικό
- (πολιτική) σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης του κράτους, στο οποίο η εκτελεστική εξουσία αντλεί τη δημοκρατική της νομιμότητα από την νομοθετική εξουσία που ανήκει στο Κοινοβούλιο. Η εκτελεστική εξουσία είναι επίσης υπόλογη στο Κοινοβούλιο ( Νομοθετικό σώμα των αντιπροσώπων του λαού).
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- αρχή του κοινοβουλευτισμού: κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο διορισμός της κυβέρνησης από τον αρχηγό του κράτους (ΠτΔ) εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής
- ≈ συνώνυμα: αρχή της δεδηλωμένης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κοινοβούλιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινοβουλευτισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)