κοινογαμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινογαμία οι κοινογαμίες
      γενική της κοινογαμίας των κοινογαμιών
    αιτιατική την κοινογαμία τις κοινογαμίες
     κλητική κοινογαμία κοινογαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοινογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: cœnogamy / cenogamy < αρχαία ελληνική κοινός + γάμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοινογαμία θηλυκό

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]