κοινογαμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: cœnogamy / cenogamy < αρχαία ελληνική κοινός + γάμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοινογαμία θηλυκό
- καθεστώς συμβίωσης όπου διάφοροι άνδρες και γυναίκες έχουν σεξουαλικές επαφές χωρίς ιδιαίτερους συζυγικούς δεσμούς