κοινολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοινολόγηση | οι | κοινολογήσεις |
γενική | της | κοινολόγησης* | των | κοινολογήσεων |
αιτιατική | την | κοινολόγηση | τις | κοινολογήσεις |
κλητική | κοινολόγηση | κοινολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοινολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινολόγηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοινολογώ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινολόγηση