κοινολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοινολόγηση οι κοινολογήσεις
      γενική της κοινολόγησης* των κοινολογήσεων
    αιτιατική την κοινολόγηση τις κοινολογήσεις
     κλητική κοινολόγηση κοινολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοινολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινολόγηση < κοινολογώ + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοινολόγηση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]