κοινοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κοινοποιώ

κοινοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • ενημερώνονται για εμένα διάφοροι τομείς και όχι μόνονένας
  • το έγγραφο κοινοποιήθηκε σε τρεις υπηρεσίες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]