κοινοτικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοινοτικοποίηση | οι | κοινοτικοποιήσεις |
γενική | της | κοινοτικοποίησης* | των | κοινοτικοποιήσεων |
αιτιατική | την | κοινοτικοποίηση | τις | κοινοτικοποιήσεις |
κλητική | κοινοτικοποίηση | κοινοτικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοινοτικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοινοτικοποίηση < κοινοτικός + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική communitization)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινοτικοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η μεταβίβαση της ευθύνης (για κάτι) στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινοτικοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)