κοινωνικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοινωνικοποιώ < κοινωνικός + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική socialiser[1])

κοινωνικοποιώ (παθητική φωνή κοινωνικοποιούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]