κοινωνιολογική γλωσσολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

κοινωνιολογική γλωσσολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό