κοινωφέλεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοινωφέλεια < (ελληνιστική κοινή) κοινωφέλεια / κοινωφελία < αρχαία ελληνική κοινός + ὠφελέω / ὠφελῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοινωφέλεια θηλυκό
- (λόγιο) η συνεισφορά στο κοινό καλό, η ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις κοινωφελής, κοινός και ωφελώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοινωφέλεια
|