κοκκιοκύτταρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοκκιοκύτταρο ουδέτερο
- λευκά αιμοσφαίρια, μικροφάγα φαγοκύτταρα που ανήκουν στο σύστημα του ανοσοποιητικού· χωρίζονται σε βασεόφιλα κοκκιοκύτταρα, ηωσινόφιλα κοκκιοκύτταρα και ουδετερόφιλα (ονομάστηκαν έτσι από την παρουσία κοκκίων στο κυτταρόπλασμά τους)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκκιοκύτταρο