κοκκυγεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκκυγεκτομή < λόγιο ενδογενές δάνειο: coccygectomy < αρχαία ελληνική κόκκυξ + ἐκτομή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοκκυγεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση του κόκκυγα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- coccygectomy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκκυγεκτομή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)