κοκκώνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκκώνα οι κοκκώνες
      γενική της κοκκώνας
    αιτιατική την κοκκώνα τις κοκκώνες
     κλητική κοκκώνα κοκκώνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοκκώνα < κοκόνα: η γραφή με δύο κ και ω από παρετυμολογία με το κόκκος / κόκκων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈko.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκ‐κώ‐να

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κοκκώνα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]