κοκοτίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκοτίτσα | οι | κοκοτίτσες |
γενική | της | κοκοτίτσας | — | |
αιτιατική | την | κοκοτίτσα | τις | κοκοτίτσες |
κλητική | κοκοτίτσα | κοκοτίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοκοτίτσα < κοκότα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοκοτίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του κοκότα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοκοτίτσα
|