κοκτέιλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοκτέιλ < αγγλική cocktail

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
φλεγόμενα κοκτέιλ

κοκτέιλ ουδέτερο άκλιτο

κοκτέιλ margarita
  • ημιεπίσημη δεξίωση στην οποία προσφέρονται ποτά
η εταιρεία οργάνωσε κοκτέιλ για του ξένους αντιπροσώπους
  • καθετί που βασίζεται στην ανάμειξη διαφορετικών συστατικών
κοκτέιλ μουσικής

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]