κολλώδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολλώδες ουδέτερο
- το ιξώδες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κολλώδες
→ δείτε τη λέξη ιξώδες |
κολλώδες ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη ιξώδες |