κολοκύθας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κολοκύθας < κολοκύθι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κολοκύθας αρσενικό

→ δείτε τη λέξη  κουτός, ελαφρόμυαλος, ταλαίπωρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  κολοκύθι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]