κολποσκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολποσκόπηση οι κολποσκοπήσεις
      γενική της κολποσκόπησης* των κολποσκοπήσεων
    αιτιατική την κολποσκόπηση τις κολποσκοπήσεις
     κλητική κολποσκόπηση κολποσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολποσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κολποσκόπηση < κόλπος + -ο- + -σκόπηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κολποσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]