κολυμπήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πέτρινη κολυμπήθρα (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολυμπήθρα οι κολυμπήθρες
      γενική της κολυμπήθρας των κολυμπηθρών
    αιτιατική την κολυμπήθρα τις κολυμπήθρες
     κλητική κολυμπήθρα κολυμπήθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κολυμπήθρα < αρχαία ελληνική κολυμβήθρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κολυμπήθρα θηλυκό

  1. χριστιανικό εκκλησιαστικό σκεύος το οποίο χρησιμοποιείται στη βάφτιση
  2. σημείο σε ποτάμι που μοιάζει με δεξαμενή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]