κομάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κομέω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κομάω < κόμη

κομάω

  1. αφήνω τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω τα μαλλιά μακριά
  2. (μεταφορικά) καμαρώνω, υπερηφανεύομαι
  3. (για δέντρα και φυτά) θάλλω, έχω πολλά άνθη ή φύλλα, είμαι γεμάτος από κάτι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]