κομίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομίστρια θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομίστρια
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομίστρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του κομίστας
- ※ Μας μιλά η κομίστρια που έγινε διάσημη περιγράφοντας με αυτοσαρκασμό τις καθημερινές περιπέτειες μιας κλασικής ανύπαντρης Παριζιάνας. (www.lifo.gr, 1/4/2014)