κομητεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομητεία οι κομητείες
      γενική της κομητείας των κομητειών
    αιτιατική την κομητεία τις κομητείες
     κλητική κομητεία κομητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κομητεία < κόμη(ς) + -τεία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κομητεία θηλυκό

  1. (ιστορία) περιοχή, στην οποία ασκούσε εξουσία ένας κόμης
  2. διοικητική υποδιαίρεση σε σύγχρονες χώρες (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]