κομούνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομούνα | οι | κομούνες |
γενική | της | κομούνας | — | |
αιτιατική | την | κομούνα | τις | κομούνες |
κλητική | κομούνα | κομούνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομούνα θηλυκό
- άλλη μορφή του κομμούνα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομούνα
→ δείτε τη λέξη κομμούνα |