κομπάρσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομπάρσος αρσενικό (θηλυκό: κομπάρσα)
- βοηθητικός ηθοποιός, που λέει ελάχιστα ή καθόλου λόγια
- (μεταφορικά) που δεν έχει σημαντικό ρόλο σε μία εξέλιξη