κονικλοτροφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονικλοτροφία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κονικλοτρόφος
- κονικλοτροφείο
- → δείτε τις λέξεις κόνικλος, κουνέλι και τρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονικλοτροφία
|