κονιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονιοποιώ < κόνις + -ο- + -ποιώ

κονιοποιώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]