κονκορδάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονκορδάτο < μεσαιωνική λατινική concordatum[1] < λατινική concordo < cum + cor (καρδιά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονκορδάτο ουδέτερο
- συμφωνία μεταξύ ενός θρησκευτικού ηγέτη, ιδίως του πάπα, κι ενός κρατικού αξιωματούχου για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονκορδάτο
- ↑ κονκορδάτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας