κονταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κονταίνω < λείπει η ετυμολογία

κονταίνω

  1. (μεταβατικό) μειώνω το ύψος ενός πράγματος
    πρέπει να κοντύνεις λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού σου
  2. (αμετάβατο) χάνω ύψος, γίνομαι πιο κοντός


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]