κονταριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κονταριά | οι | κονταριές |
γενική | της | κονταριάς | των | κονταριών |
αιτιατική | την | κονταριά | τις | κονταριές |
κλητική | κονταριά | κονταριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κονταριά < μεσαιωνική ελληνική κονταριά / κονταρέα < κοντάρι < ελληνιστική κοινή κοντάριον αρχαία ελληνική κοντός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kon.daɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντα‐ριά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κονταριά θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κονταριά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)