κοντούτσικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοντούτσικος < κοντός + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος
Επίθετο
[επεξεργασία]κοντούτσικος
- υποκοριστικό του κοντός
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοντούτσικος
|