κοντραπόστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοντραπόστο < ιταλική contrapposto < μετοχή του contrapporre < contra- +posto (αντίθετη στάση)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοντραπόστο ουδέτερο
- αντίρροπη ή χιαστί στάση
- στάση του σώματος στη γλυπτική η οποία αποδόθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. από Έλληνες γλύπτες του αυστηρού ρυθμού, με το βάρος του σώματος στο ένα πόδι και ο κορμός γυρισμένος από το κεφάλι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοντραπόστο