κοουτσάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοουτσάρισμα < κοουτσάρ(ω) + -ισμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κοουτσάρισμα ουδέτερο
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κοουτσάρω, προπόνηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κόουτς